Πυθαγορικῶς

Πυθαγορικῶς
Πῡθαγορικῶς , Πυθαγόρειος
of P.
adverbial
Πυθαγορικός
in the Pythagorean manner
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυθαγορικός — ή, ό / πυθαγορικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθαγόρας] πυθαγόρειος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθαγορικά η διδασκαλία τού Πυθαγόρα 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Πυθαγορικά τίτλος έργου τού Ζήνωνος τού Στωϊκού. επίρρ... πυθαγορικῶς Α σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”